πτύγμα — fold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύγμ' — πτύγμα , πτύγμα fold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυγμάτων — πτύγμα fold neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύγμασι — πτύγμα fold neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύγμασιν — πτύγμα fold neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύγματα — πτύγμα fold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύγματι — πτύγμα fold neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύγματος — πτύγμα fold neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek
πτυγμάτιον — τὸ, Α [πτύγμα, ατος] μικρή γάζα σε πληγή … Dictionary of Greek